Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Μια Τετάρτη με 100 χιλιόμετρα πετάλι.

  Οι μέρες που απομένουν είναι πια λίγες. Από αυτές, οι μέρες που θα έχουν κατάλληλο καιρό για πετάλι, θα είναι ακόμα λιγότερες. Η αυθόρμητη ανάγκη που μας βγήκε για να κάνουμε όσο περισσότερο πετάλι μπορούμε στον χρόνο που έχει απομείνει, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτή τη χειμερινή σεζόν δεν κάναμε κάποια ζόρικη βόλτα, μας οδήγησαν στην απόφαση. Μια βόλτα μέχρι τον Μαραθώνα.

  Έχουν προηγηθεί ημέρες γεμάτες από ποδήλατο και παραλία. Δεν πρόλαβε να βγάλει λίγο Ήλιο και ξεκινήσαμε τα μπάνια. Λογικό, μιας και άλλο ένα καλοκαίρι θα μας βρει σε διαφορετικούς φαύλους κύκλους. Έχουμε σταμπάρει τη μέρα όπου οι προβλέψεις του καιρού δίνουν τα καλύτερα σενάρια για ποδήλατο. Κουβεντιάζουμε για τον προορισμό. Είναι απαραίτητο για το γούστο μας, να συμπεριλαμβάνει παραλία. Σκεφτόμαστε το Σούνιο. Υπέροχο αλλά έχουμε ξαναπάει. Σκεφτόμαστε την άλλη πλευρά, από τα Δυτικά. Κάτι σε Κινέτα, Αγίους Θεοδώρους. Πολύ όμορφα αλλά έχουμε ξαναπάει. Ο Σπυράκος πετάει την ιδέα του Μαραθώνα. Η λίμνη, το φράγμα. Είχα να πάω από το δημοτικό που μας είχαν πάει εκδρομή. Δεν θυμόμουν τίποτα. Και μετά εύκολη πρόσβαση σε παραλία. Ένα βουνό κατεβαίνεις και πέφτεις με φόρα πάνω στον Σχινιά. Μου ακούστηκε τόσο όμορφα το σενάριο, που χωρίς να σκεφτώ καθόλου, συμφώνησα.
Έλεγα στον εαυτό μου ότι θα ρίξω 2 ματιές στη διαδρομή να δω πάνω κάτω με ποιους τρόπους μπορούμε να βρεθούμε εκεί, από που θα περάσουμε, πως είναι η διαδρομή, πόσα χιλιόμετρα είναι και όλα αυτά. Έτσι, για να έχω μια ιδέα. Τελικά, οι μόνες πληροφορίες που είχα ξεκινώντας από το σπίτι για να πάω στο ραντεβού εκκίνησης, το οποίο δεν θα μπορούσε να είναι κάποιο άλλο από το Μέρος, ήταν ότι ο Μαραθώνας είναι στην Ανατολική Αττική, ότι είναι πιο πάνω από τη Ραφήνα και ότι η διαδρομή μας θα είναι καμιά 60ριά χιλιόμετρα (...) πήγαινε - έλα. Προφανώς το γενικότερο σενάριο της σκληρής βόλτας με προορισμό τη θάλασσα όπου θα βουτήξουμε να σβήσουν τα ποδαράκια μας, έκανε όλα τα άλλα να μοιάζουν λεπτομέρειες. Και κάπως έτσι ξεκίνησα για το Μέρος να ανταμώσω τον Σπυράκο και τον Ζιντάν.

Στο Μέρος, περιμένοντας...

  Παρόλο που είχα καθυστερήσει κάνα 10λεπτο, ο κοντούλης δεν είχε έρθει ακόμα. Προφανώς του είχε συμβεί κάτι που θα τον καθυστερούσε λίγα λεπτά παραπάνω. Γνωστά γεγονότα αυτά, αν είσαι από αυτούς που κανονίζουν με τον Σπυράκο, θα ξέρεις. Αν όχι, κατάλαβες.... Το μόνο κακό ήταν πως όταν πια ήρθε, μέσα στον πανικό να μου πει 'άσε ρε μαλάκα, τι έπαθα...', φύγαμε από το Μέρος χωρίς να βγάλουμε τη φώτο ετοιμότητας εκκίνησης. Την άλλη φορά.
Επιλέγουμε να κινηθούμε σε πιο γειτονικές διαδρομές από το να βγούμε στη ζούγκλα του κέντρου και μετά σε δρόμους τύπου Κηφισίας ή Μεσογείων. Χωνόμαστε μέσα από Μεταξουργείο, Κολωνό και λέμε ότι θα πιάσουμε τις γραμμές του Ηλεκτρικού να κινούμαστε παράλληλα. Δεν έχω ιδέα σε τι βαθμό μπορεί να συμβεί αυτό μιας και οι -περισσότερες- περιοχές εκεί, είναι για μένα  απάτητες. Έτσι, μπαίνει μπροστά ο Σπυράκος με ότι κι αν συνεπάγεται αυτό! Με εξαίρεση 2-3 λαθάκια που κάναμε και το απαραίτητο ψάξιμο για να τα διορθώσουμε, κινηθήκαμε όπως ο Ηλεκτρικός μέχρι τη Νερατζιώτισσα. Κάπου εκεί χωθήκαμε στην Πεύκη για να πιάσουμε την Κηφισίας σε σημείο όπου θεωρούσαμε ότι δεν θα γίνεται χαμός. Τελικά γινόταν κάποιος πανικός αλλά ανηφορίζοντας τα τελευταία χιλιόμετρα της Κηφισίας, σκεφτόμουν ότι σιγά σιγά θα φύγουμε από το αστικό τοπίο και θα βρούμε την ησυχία μας, να ευχαριστηθούμε καλύτερα τη βόλτα μας. Όντως, φτάνοντας προς τις φτωχογειτονιές, η κατάσταση ξεκίνησε να αλλάζει. Ευτυχώς, γιατί το κυκλοφοριακό χάος προσφέρει απλόχερα συνθήκες εκνευρισμού. Πριν προλάβουμε να εκνευριστούμε για τα καλά, περνάμε ήδη την Κηφισιά και ακολουθούν η Εκάλη, η Δροσιά, η Άνοιξη. Το τοπίο μας πια έχει γίνει σαν να κινείσαι σε περιφερειακούς δρόμους. Ήρεμη κυκλοφορία, πράσινο, καθαρές ανάσες και ατελείωτα μικρά ανηφοράκια που μου έχουν φέρει έναν -άλλου είδους- εκνευρισμό. Αν το καλοσκεφτείς, από την ώρα που έχουμε ξεκινήσει, ανεβαίνουμε. Δεν ανεβαίνουμε και τον Γολγοθά, αλλά ανεβαίνουμε. Με τον ίδιο τρόπο περνάμε και την Άνοιξη και φτάνουμε προς Άγιο Στέφανο. Η υπομονή μου έχει αρχίσει και εξαντλείται βλέποντας ότι η απονομή δικαιοσύνης δεν έρχεται. Ανεβαίνουμε πόση ώρα και δε λέμε να κατέβουμε μια στάλα. Η διαδρομή για μένα είναι άγνωστη, δεν ξέρω τη συνέχεια της. Διαμαρτύρομαι γιατί προφανώς έχω μασήσει κάπως από την κούραση. Ο κοντούλης με παροτρύνει χαμογελαστά 'μη γκρινιάζεις ρε μαλάκα'. Δίκιο είχε. Απλά το κάψιμο στα μπούτια και το άγνωστο σχετικά με το πότε θα κατέβουμε και λίγο, έφεραν ένα πλήγμα στην ψυχολογία μου. Καθώς και η γενικότερη σκέψη ότι η φυσική κατάσταση δεν είναι σε υψηλό επίπεδο μετά από έναν χειμώνα χωρίς μεγάλες βόλτες και με λίγα ποδηλατικά χιλιόμετρα. Πριν προλάβω να σκεφτώ όλα αυτά... η δικαιοσύνη κάνει την εμφάνιση της (τουλάχιστον στις ποδηλατικές πορείες, η Δικαιοσύνη θα εμφανιστεί αργά ή γρήγορα). Κατηφόρες θανάτου ακολουθούν. Λατρεύω να τις κατεβαίνω αφρενάριστος. Πατάω φρένο μόνο αν έρχεται στροφή που δεν γίνεται να την στρίψω με όλα μου τα χιλιόμετρα. Κάτι σαν Βαλεντίνο Ρόσι με ποδήλατο. Για λόγους Φυσικής, ο Σπυράκος έχει μείνει αρκετά πίσω μου. Αν πετάξεις στο κενό ένα τούβλο, πέφτει πιο γρήγορα απ' ότι ένα πούπουλο. Η 'πτώση' συνεχίζεται και το χαμόγελο έχει κολλήσει για τα καλά στα μούτρα μου. Φτάνουμε. Πρώτο διάλειμμα βόλτας. Λίμνη Μαραθώνα.

Το φράγμα...

Η λίμνη...

Η διέλευση... Φανάρι σε κάθε πλευρά μιας και το πλάτος προσφέρει μία λωρίδα κυκλοφορίας. 

Αράζουμε να τσιμπήσουμε ένα σνακ αφού πρώτα έχουμε κάνει τις απαραίτητες διατάσεις μας. Απέναντι μας κάνει διατάσεις ένας ηλικιωμένος κύριος που έχει πάρει το κουρσάκι του, φοράει τα αγωνιστικά του και ποιος ξέρει από που έρχεται και που πηγαίνει. Όταν συναντιέσαι σε τέτοια σημεία με άλλους ποδηλάτες, δημιουργείται αυτόματα ένας αμοιβαίος σεβασμός. Υπάρχει ένα δεδομένο το οποίο είναι κοινό. Η καύλα για ποδήλατο. Και βρισκόμαστε στο Μαραθώνα. Όχι στα Πετράλωνα. Ο μεν με την κούρσα του και τον αγωνιστικό εξοπλισμό και οι δε με τα ποδηλατάκια τους φορτωμένα με βαλίτσες. Δηλαδή έχει πέσει πετάλι εδώ. Δεν παρκάραμε το αυτοκίνητο με το ποδήλατο στη σχάρα στο ΣΕΦ και κάνουμε ποδήλατο στη Μαρίνα Φλοίσβου. Προφανώς όμως, ένα κοινό δεδομένο, δεν αρκεί για να προκύψει μια πετυχημένη επαφή. Ο ηλικιωμένος κύριος αφού χαιρετιόμαστε και λέμε τα τυπικά, πλησιάζει. Προσεύχομαι να μην έχουμε πέσει σε κάποιον που έχει φάει σάντουιτς με συμβουλές και σως απόλυτης γνώσης. Δυστυχώς όμως, έχει φάει δύο από αυτά. Ζυγώνει τον κοντούλη μιας και έχουν ίδιο τύπο ποδηλάτου. Ο 68χρονος -παρακαλώ- κύριος Βαγγέλης ανοίγει τον ασκό των tips. Όλη αυτή την ώρα έτρωγα την ζαμπονοτυρόπιτα μου με μανία και κούναγα το κεφάλι μου καταφατικά σαν τον μαλάκα όταν με κοίταζε ο κύριος Βαγγέλης κατά τη διάρκεια του μονολόγου του. Προτίμησα να μην του δίνω feedback γιατί θα έκανα την κατάσταση χειρότερη για μένα που δεν είχα ανάγκη και όρεξη για 'μάθημα'. Με τα πολλά, ο τύπος μονοπώλησε το διάλειμμά μας, έπλεξε ένα κοστούμι καμια 200 ευρώ στον Σπυράκο για να κάνει το ποδήλατο του όπως πρέπει αλλά στην τελική, εμένα μου έμεινε μια κουβέντα του. Ο κύριος Βαγγέλης ερχόταν από εκεί όπου εμείς θα επιστρέφαμε και μας προειδοποίησε ότι θα έχουμε γεμάτα 5 μποφόρ κόντρα. Αφού χαιρετηθήκαμε με τον κύριο Βαγγέλη, συνεχίσαμε την πορεία μας. Επόμενος προορισμός όπου και θα αράξουμε όπως πρέπει, ο Σχινιάς. Ο Σπυράκος μου λέει ότι είναι εύκολη η διαδρομή μέχρι εκεί. Ξεκινάμε λοιπόν και συνεχίζουμε με κατηφόρες θανάτου για κάποια χιλιόμετρα μέχρι τον Μαραθώνα. Κινούμαστε για να πέσουμε στην παραλία στον Σχινιά. Τα μποφόρ για τα οποία μίλαγε ο κύριος Βαγγέλης έχουν κάνει ήδη την εμφάνιση τους αλλά προς το παρόν δεν σκεφτόμαστε ότι θα κάνουν δύσκολη τη ζωή μας στο πετάλι, αλλά ότι η θάλασσα είναι ταραγμένη και δεν φαίνεται και πολύ ωραία για μπάνιο. Τα μαγαζιά που υπάρχουν στον Σχινιά ήταν όλα κλειστά. Δεν έχουμε ένα σημείο να σβήσουμε τη δίψα μας με μια μπύρα και να εφοδιαστούμε και κάποιες ακόμα για την παραλία. Αφού ρωτήσαμε κάποιους αν υπάρχει ζωή στην παραλία, μας συμβούλεψαν να πάμε στην παραλία του Μαραθώνα. Εκεί θα τα βρίσκαμε όλα. Στην πορεία μας για εκεί, βλέπουμε ένα μίνι μάρκετ. Η στάση δεν χρειάστηκε καν συζήτηση. Πραγματοποιήθηκε αυτόματα. Βρέθηκε μια όαση.

Πεντάλεπτο pit stop. Ακαριαία εκτέλεση μπύρας για να μας βγάλει μέχρι την παραλία όπου θα ρουφήξουμε τις επόμενες....

Ο Ζιντάν και η Νταλίκα ποζάρουν ανάμεσα στα κοινόχρηστα ποδήλατα του δήμου Μαραθώνα...

Τα εργαλεία, θα ξεκουραστούν στην αμμουδιά όπως και οι αναβάτες...

  Τα μποφόρ προσφέρουν μια θάλασσα ανεκατεμένη και όχι πολύ φιλική για μπάνιο. Όμως ο Ήλιος βαράει ντάλα και τα κορμιά μας έχουν πυρώσει από τα 60 χιλιόμετρα που έχουμε διανύσει μέχρι αυτό το σημείο. Η βουτιά είναι κάτι παραπάνω από επιθυμητή. Είναι αναγκαία. Χαλάρωσα τόσο πολύ μετά τη βουτιά που δεν έχω τραβήξει μια φωτογραφία στην παραλία. Γενικά, σε βόλτες πολλών χιλιομέτρων δεν είναι και ότι καλύτερο να κάνεις πολλές στάσεις για φωτογραφίες. Και όταν φτάσεις στον προορισμό σου είναι τέτοια η κούραση που βγαίνει, η οποία ειδικά άμα αντιμετωπιστεί με βουτιά και παγωμένη μπύρα σε φέρνει σε πολύ υψηλά επίπεδα natural high.  Μετά από ένα γεμάτο 2ωρο ξάπλας, ηλιοθεραπείας, κουβεντούλας και μπυροποσίας κάνουμε μια τελευταία βουτιά και λέμε να ξεκουβαλάμε κατά τις 6 το απόγευμα γιατί έχουμε ακόμα πορεία μπροστά μας και θέλουμε να προλάβουμε όσο γίνεται τη νύχτα. Έχουμε ξεκουραστεί, έχουμε αναπληρώσει υγρά και ενέργεια, έχουμε ξεχυλίσει από ευτυχία και ξεκινάμε το δρόμο της επιστροφής. Τα μποφόρ είναι ακόμα εδώ και δυστυχώς, είναι ακόμα πολλά και είναι εντελώς κόντρα. Η επιστροφή προμηνύεται ζόρικη. Κινούμαστε πάνω στη λεωφόρο Μαραθώνος, σε μια διαδρομή όπου τα επόμενα 20 χιλιόμετρα θα είναι επίπεδα και σε κάποια σημεία ανηφορικά. Δίκαιη διαδρομή αν οι καιρικές συνθήκες είναι -τουλάχιστον- ουδέτερες. Όμως ο μεγαλύτερος εχθρός του ποδηλάτη είναι εδώ και δηλώνει βροντερό παρόν. Ο κόντρα άνεμος είναι ικανός να σε σταματήσει ακόμα και στην κατηφόρα. Έτσι λοιπόν η κούραση εμφανίζεται πολύ πιο γρήγορα από τα συνηθισμένα. Κάνουμε ασταμάτητα πετάλι για να κινούμαστε αργά στα επίπεδα κομμάτια και σφίγγουμε τα δόντια μας για να ανεβαίνουμε τα ανηφορικά τμήματα σαν τα σαλιγκάρια. Τρώμε γαμήσι, όχι αστεία. Βρίσκομαι σε αυτό το λεπτό σημείο όπου η εξάντληση φλερτάρει έντονα με το να σε λυγίσει και να σου σπάσει τον τσαμπουκά. Ειδικά όταν μας πιάνει και κάνα κόκκινο που δεν γίνεται να το περάσουμε και πρέπει να σταματήσουμε εντελώς, βλαστημάω θεούς και δαίμονες. Δοκιμάζομαι σκληρά. Αμίλητοι με τον Σπυράκο ματώνουμε στο πετάλι και κινούμαστε αργά. Όπως και σε άλλες ανηφόρες, σκέφτομαι μέσα μου, ότι τα πόδια μου θα καούν όπως και να 'χει μέχρι να τελειώσει όλο αυτό. Αυτό δεν είναι ικανό να με σταματήσει όμως, εκτός και αν νιώσω κάποιον ύποπτο πόνο. Το θέμα είναι στην ψυχολογία. Η κακή ψυχολογία μπορεί να κάνει τα 100 μέτρα να φαντάζουν 10 χιλιόμετρα. Να ρίξει τα επίπεδα της αντοχής και να στερέψει γρηγορότερα το πηγάδι με το κουράγιο. Αποφασίζω ότι δεν θα μου επιτρέψω να σπάσω. Μπορεί να μουρμουράω όταν ζορίζομαι για τα καλά, αλλά δεν πρόκειται να παραιτηθώ. Ούτε καν μικρό διαλειμματάκι μέχρι να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Ο κοντούλης είναι κολλημένος από πίσω μου και δίνει τον ίδιο αγώνα σκεπτόμενος ότι άμα κάτσει πίσω από τον ψηλό, ίσως και να κόβει λίγο ο αέρας! Στις ελάχιστες κουβέντες που ανταλλάζουμε, μου λέει ότι μέσα στον αγώνα του σκέφτεται το ταξίδι που θα κάνουμε κάποια στιγμή μέχρι την Ισπανία. Ότι σε ένα τέτοιο ταξίδι, τέτοιες συνθήκες θα είναι αναπόφευκτες κι έτσι αντιμετωπίζει τη δοκιμασία σαν σχολείο. Δεν είμαι σίγουρος για τον χρόνο αλλά πρέπει να περάσαμε τουλάχιστον μια ώρα κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Βαρύ πετάλι, μόνιμο πετάλι, ελάχιστη ταχύτητα και μπούτια που καίνε. Σιγά σιγά η Μαραθώνος έφτανε στο τέλος της και μπαίναμε και πάλι στο αστικό τοπίο. Αυτή τη διαδρομή την ξέρω άρα γνώριζα πως μετά το τέλος της Μαραθώνος ακολουθεί η κατάβαση της Μεσογείων. Έτσι για το κερασάκι στην τούρτα και για να μειώνω τη διαφορά στο σκορ από τον Σπυράκο, παθαίνω και ένα λάστιχο στην τελευταία ανηφόρα πριν την κατάβαση. Είναι τέτοια η ευχαρίστηση από το γεγονός ότι το δύσκολο κομμάτι έχει τελειώσει, που απλά κάνω δεξιά και με ρομποτικές κινήσεις αλλάζω τη σαμπρέλα και το συμβάν του σκασμένου λάστιχου αντιμετωπίζεται σαν ένα ευχάριστο διάλειμμα μετά την εξουθενωτική ανάβαση και πριν την απολαυστική κατάβαση που ακολουθεί. Καταπίνουμε τα τελευταία χιλιόμετρα. Το αστικό τοπίο είναι και πάλι εδώ. Τελευταία στάση σε γνωστό μέρος του Μεταξουργείου για το γεύμα των πρωταθλητών. Εκεί θα συνοψίσουμε όλη τη βόλτα για να καταλήξουμε στα αυτονόητα. Να είμαστε καλά για τα επόμενα! 
Κάπου εκεί χωρίζουν οι δρόμοι μας με τον Σπυράκο. Αυτός για εξωτικό Κολωνό, εγώ για την κοσμοπολίτικη Νίκαια. Έχω ακόμα 5-6 χιλιόμετρα πετάλι. Συναντάω παρόμοιες συνθήκες μέχρι να φτάσω σπίτι αλλά παρόλο που είμαι εξουθενωμένος, γελάω. Έχω καταπιεί τόσα χιλιόμετρα για σήμερα που... τι να μου κάνει ο κόντρα άνεμος στα τελευταία πέντε?! Φτάνοντας στο σπίτι, τσεκάρω τα χιλιόμετρα της συνολικής διαδρομής. Όπως έγραψα και στην αρχή του κειμένου, για κάποιο λόγο νόμιζα ότι το πήγαινε/έλα στο Μαραθώνα είναι 60 χιλιόμετρα. Το είχα πει και σε κάνα δυο φίλους για να εισπράξω την απάντηση 'έλα ρε' . Προφανώς και είχες δίκιο ρε Τζόνυ... Μαλακίες έλεγα μιας και το κοντέρ όταν έφτασα σπίτι έγραφε 107 χιλιόμετρα.... Με τις υγείες μου!

Υ.Γ: Παραμείνετε συντονισμένοι. Αυτό το κείμενο ήταν η βόλτα μέσα από τα δικά μου μάτια. 
Υ.Γ 1: Εφτά και σήμερα μείνανε. Άντε να είναι οχτώ.
Υ.Γ 2: Θα κλείσω με το κομμάτι που άκουγα συνεχώς κατά τη διάρκεια που έγραφα το κείμενο.










   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου